Υποθυρεοειδισμός αναφέρεται ως η μειωμένη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα.
Διακρίνεται στον υποκλινικό και στον κλινικό υποθυρεοειδισμό.
Ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός διακρίνεται από την αύξηση της ορμόνης TSH πάνω από τις τιμές αναφοράς με την ελεύθερη θυροξίνη fT4 σε φυσιολογικά επίπεδα.
Ο κλινικός ή αληθής υποθυρεοειδσμός διακρίνεται από την αύξηση της ορμόνης TSH πάνω από 10 mIU/L με ή χωρίς συμπτωματολογία.
Η συχνότητα εμφάνισης υποθυρεοειδισμού στις γυναίκες είναι πολύ πιο συχνή από τους άνδρες.
Η ανεπάρκεια ιωδίου θεωρείται ως η πιο κοινή αιτία υποθυρεοειδισμού παγκοσμίως.
Σε περιοχές επάρκειας ιωδίου, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η πιο κοινή αιτία υποθυρεοειδισμού είναι η χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (θυρεοειδίτιδα Hashimoto). Οι αυτοάνοσες θυρεοειδίτιδες (AITDs) είναι 5-10 φορές πιο συχνές στις γυναίκες παρά στους άνδρες.
Μπορεί να συνυπάρχει η ύπαρξη βρογχοκήλης , δηλαδή διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα, ή όχι.
Ένα από τα κλειδιά για τη διάγνωση των αυτοάνοσων θυρεοειδίτιδων είναι ο προσδιορισμός της παρουσίας αυξημένων τίτλων αντι-θυρεοειδικών αντισωμάτων που περιλαμβάνουν αντισώματα αντι-θυρεοσφαιρίνης (TgAb), αντισώματα αντι-μικροσωμικής / αντι-θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (TPOAb) και αντισώματα υποδοχέα TSH (TSHRAb) .
Η παρουσία αυξημένων τίτλων TPOAb σε ασθενείς με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό βοηθά στην πρόβλεψη της εξέλιξης του υποθυρεοειδισμού.
Σε ασθενείς με διάχυτη, σταθερή βρογχοκήλη, τα αντισώματα TPOAb θα πρέπει να μετρώνται για τον εντοπισμό αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας.
Η μέτρηση των TPOAb μπορεί να παρέχει προγνωστικές πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο ανάπτυξης υποθυρεοειδισμού σε άτομα που παρουσιάζουν άλλα αυτοάνοσα νόσήματα όπως ο διαβήτης τύπου 1 ή η νόσος του Addison, η κακοήθης αναιμία, μυασθένεια gravis, η κοιλιοκάκη, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο συστηματικό ερυθηματώδης λύκος , χρωμοσωμικές διαταραχές όπως το σύνδρομο Down ή το σύνδρομο Turner, γενετικά σύνδρομα με πολλαπλές αυτοάνοσες ενδοκρινοπάθειες καθώς και θεραπεία με φάρμακα όπως το λίθιο, ιντερφερόνη άλφα και αμιωδαρόνη ή υπερβολική λήψη ιωδίου (π.χ. φύκι), λήψη χημειοθεραπείας, μονοκλονικών αντισωμάτων, οι αναστολείς της κινάσης της τυροσίνης κ.α.
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκύψει ακόμα και ως αποτέλεσμα θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο ή χειρουργικής εξαίρεσης του θυρεοειδικού αδένα για υπερθυρεοειδισμό, καρκίνο του θυρεοειδούς ή καλοήθη πολυοζώδη θυρεοειδική νόσο και μετά από εξωτερική ακτινοβολία για μη θυρεοειδικές κακοήθειες όπως κεφαλής τραχήλου κ.α.
Ο υποθυρεοειδισμός προκύπτει και όταν υπάρχει ανεπαρκής παραγωγή βιοδραστικής TSH λόγω υποφυσιακών ή υποθαλαμικών όγκων (κρανιοφαρυγγιώματος κ.α. ), φλεγμονωδών (λεμφοκυτταρική ή κοκκιωματώδης υποφυσίτιδα) ή διηθητικών ασθενειών, αιμορραγική νέκρωση (σύνδρομο Sheehan) ή χειρουργική θεραπεία και ακτινοθεραπεία στον εγκέφαλο που μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία της υπόφυσης ή του υποθαλάμου. Στις περιπτώσεις αυτές η νόσος ονομάζεται κεντρικός υποθυρεοειδισμός.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ :
Τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού είναι ποικίλα και σε πολλές περιπτώσεις μη ειδικά γι’ αυτό και χρειάζεται πολύ προσοχή από τους κλινικούς ιατρούς και σίγουρα ένα εξειδικευμένο Ενδοκρινολόγο για την έγκαιρη διάγνωση του υποθυρεοειδισμού και την περαιτέρω αντιμετώπισή του. Αυτά είναι :
- ξηρό δέρμα
- ευαισθησία στο κρύο
- δυσκοιλιότητα
- μυϊκές κράμπες
- κόπωση
- κακουχία
- βράγχος φωνής
- σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα
- υπνική άπνοια
- υπερπρολακτιναιμία ή/και γαλακτόρροια
- υπονατριαιμία
- βραδυκαρδία
- μειωμένα αχίλλεια αντανακλαστικά
- αύξηση των τιμών της χοληστερόλης
- αγχώδης διαταραχή
- καταθλιπτική συνδρομή
- αϋπνία ή υπνηλία
- διαταραχές εμμήνου ρύσεως
- αλωπεκία
- ξηροδερμία
- βραδυψυχισμός
- αύξηση αρτηριακής πιέσεως
- αύξηση σωματικού βάρους
- λεύκη
- μυξοιδηματικό κώμα σε σπάνιες παραμελημένες βαρειές περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ :
Για την αξιολόγηση της θυρεοειδικής λειτουργίας στον υποθυρεοειδισμό γίνεται μέτρηση :
- των θυρεοειδικών ορμονών , T3 FT3 T4 FT4
- της TSH, μιας ορμόνης που παράγεται στην υπόφυση και
- των θυρεοειδικών αυτοαντισωμάτων anti-Tg anti-TPO TSI(TRab)
- ΤΚΕ και CRP όπου χρειάζεται κ.α.
Η σωστή λήψη του ατομικού και οικογενειακού ιστορικού του ασθενούς καθώς και η κλινική εξέταση από τον ειδικό Ενδοκρινολόγο είναι υψίστης σημασίας για την αξιολόγηση της σωστής λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα.
Τέλος συμπληρωματικά για την αξιολόγηση της θυρεοειδικής λειτουργίας στον υποθυρεοειδισμό μπορεί να χρησιμοποιηθούν κάποιες από τις παρακάτω απεικονιστικές μεθόδους :
- Υπερηχογράφημα θυρεοειδούς
- Ακτινογραφία θώρακος
- Μαγνητική τομογραφία τραχήλου ή θώρακος
Έχοντας αυτές τις διαγνωστικές προσεγγίσεις στη φαρέτρα του ο εξειδικευμένος Ενδοκρινολόγος μπορεί να διαγνώσει σωστά την ύπαρξη του υποθυρεοειδισμού και να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες για την σωστή αντιμετώπιση του ασθενούς κατά περίπτωση, τη σωστή θεραπεία του υποθυρεοειδισμού και την αποκατάσταση της υγείας του.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ :
Η βασική θεραπεία του υποθυρεοειδισμού είναι η υποκατάσταση με λεβοθυροξίνη.
Η υποκατάσταση με λεβοθυροξίνη για την αποκατάσταση του υποθυρεοειδισμού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως
- Ηλικία
- Φύλο
- Βάρος σώματος (BMI)
- Εγκυμοσύνη
- Αιτία υποθυρεοειδισμού ( υπολειτουργία του αδένα, χειρουργική εξαίρεση, κεντρικός υποθυρεοειδισμός
- Βαθμός βαρύτητας υποθυρεοειδισμού
- Γενική κατάσταση ασθενούς (συνοσηρότητες, καρδιακή λειτουργία κ.α.)
Ορισμένες κλινικές εκδηλώσεις υποθυρεοειδισμού, μπορεί να χρειαστούν έως και 3-6 μήνες για να επιλυθούν μετά την αποκατάσταση του ευθυρεοειδισμού με την κατάλληλη θεραπεία. Μόλις προσδιοριστεί μια κατάλληλη δοσολογία αντικατάστασης οι περιοδικές αξιολογήσεις παρακολούθησης με επαναλαμβανόμενες δοκιμές TSH πρέπει να γίνονται σε διαστήματα 3 μηνών και στη συνέχεια 6 μηνών για τη διασφάλιση της σωστής λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα καθώς και παρακολούθηση της συμμόρφωσης του ασθενούς με τη θεραπεία.