Το αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας είναι οι ωοθήκες. Πρόκειται για ένα ζεύγος μικρών ωοειδών σχηματισμών διαστάσεων 2 cm περίπου, που ζυγίζουν 4 – 8 γρ και βρίσκονται στο πίσω και κάτω μέρος της κοιλίας, προσκολλημένες στην μήτρα με την οποία ενώνονται με τις σάλπιγγες.
Οι ωοθήκες είναι υπεύθυνες για την παραγωγή των ωαρίων, τη σύλληψη κατά τη διάρκεια της περιόδου γονιμότητας μιας γυναίκας, τη δημιουργία του ζυγωτού ( την πρώιμη μορφή του εμβρύου) και κατ’ επέκταση είναι τα όργανα που αφορούν τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους.
Είναι εντυπωσιακό πώς από την εμβρυική κιόλας ζωή ενός ανθρώπου με γυναικείο φύλο, οι ωοθήκες παράγουν και αποθηκεύουν πάνω από 7 εκατομμύρια ωάρια σε πρώιμη μορφή, έτοιμα κιόλας για την δράση τους κατά την ενήλικη ζωή, ενώ μόλις περίπου 400 θα χρησιμοποιηθούν τελικά κατά τη γόνιμη φάση μιας γυναίκας ( από 12 έως 45 έτη περίπου) ενώ τα υπόλοιπα εκφυλίζονται κι έτσι μέχρι τη στιγμή της εμμηνόπαυσης απομένουν ελάχιστα.
Η διάγνωση της εμμηνόπαυσης σε μια γυναίκα αντίστοιχης ηλικίας, τίθεται μετά από 12 μήνες χωρίς καθόλου έμμηνο ρύση ( περίοδο). Πρόκειται για μια κλινική κατάσταση όπου η γυναίκα παύει να έχει περίοδο και αντανακλά σε πλήρη ή σχεδόν πλήρη μόνιμη διακοπή της λειτουργίας και της γονιμότητας των ωοθηκών.
Στις περισσότερες γυναίκες βέβαια πριν την τελική φάση της εμμηνόπαυσης, προηγείται μια περίοδος που ονομάζεται περιεμμηνόπαυση. Πρόκειται για ένα μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο υπάρχουν διακυμάνσεις του εμμηνορυσιακού κύκλου τόσο κατά το μήκος του, όσο και κατά τη διάρκειά του, καθώς και στη ροή της αιμορραγίας. Παράλληλα χαρακτηρίζεται από έντονες εναλλαγές διάθεσης, αγγειοκινητικά και κολπικά συμπτώματα, όπως επίσης και μεγάλες αλλαγές των ορμονών ( αύξηση των επιπέδων της FSH, μείωση της AMH και της ανασταλτίνης Β κ.α.).
Μ’ αυτόν τον τρόπο η γυναίκα μπαίνει στην κλιμακτήριο, δηλαδή στη φάση της γήρανσης του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, που σηματοδοτεί τη μετάβαση από την αναπαραγωγική φάση στη μη παραγωγική κατάσταση.
Τα πιο συχνά συμπτώματα του κλιμακτηριακού συνδρόμου είναι :
- Εξάψεις
- ταχυκαρδία
- Εφίδρωση
- Άγχος
- Έντονες νυχτερινές εφιδρώσεις
- Διαταραχές ύπνου
- Δυσουρικά ενοχλήματα, συχνοουρία και συχνές ουρολοιμώξεις
- Ξηρότητα κόλπου
- Ξηρότητα δέρματος
- Δυσπαρεύνια ( άλγος κατά και μετά την σεξουαλική επαφή)
- Καταθλιπτική συνδρομή
- Ευερεθιστικότητα
- Αρθραλγίες
- Μειωμένη σεξουαλική επιθυμία
- Κόπωση κ.α.
Η μετάβαση μιας γυναίκας στην εμμηνόπαυση σηματοδοτεί το πέρασμά της στο δεύτερο μισό της ζωής της. Πρόκειται για ένα κρίσιμο πέρασμα κατά το οποίο μια γυναίκα μπορεί να επανεκτιμήσει τον τρόπο ζωής της και να ακολουθήσει μια προληπτική προσέγγιση για την μελλοντική της ευημερία.
Λόγω των πολλών ορμονικών αλλαγών κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης μια γυναίκα πρέπει να προσέξει το σωματικό της βάρος. Οι αλλαγές του μεταβολισμού του γυναικείου οργανισμού είναι έντονες γι’ αυτό είναι υψίστης σημασίας η σωστή διατροφή και η καθημερινή άσκηση για την εξασφάλιση της διατήρησης του ιδανικού βάρους σώματος.
Όπου χρειάζεται προτείνεται η διακοπή του καπνίσματος και η μείωση της πρόσληψης αλκοόλ. Επίσης πρέπει να προλαμβάνεται ή να αντιμετωπίζεται όπου υπάρχει η αρτηριακή υπέρταση ,η δυσανεξία στη γλυκόζη ή ο έκδηλος σακχαρώδης διαβήτης και η δυσλιπιδαιμία όλες δηλαδή οι εκφάνσεις του λεγόμενου μεταβολικού συνδρόμου.
Πολύ σημαντική επίσης είναι και η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου από τη διατροφή και της βιταμίνης D για την πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Τέλος, αναλόγως την ηλικία της γυναίκας που εμφανίζεται η εμμηνόπαυση, την γενική κατάσταση της υγείας της, την ύπαρξη ή όχι έντονων κλιμακτηριακών συμπτωμάτων και την εμφάνιση ή όχι άλλων νοσημάτων, προτείνεται σε πολλές περιπτώσεις η ορμονική υποκατάσταση για κάποια χρόνια, έτσι ώστε να βελτιωθεί στο μέγιστο η ποιότητα ζωής της γυναίκας.
Η κάθε περίπτωση γυναίκας που εισέρχεται στην περίοδο της εμμηνόπαυσης είναι ξεχωριστή και πρέπει να εκτιμάται από τον εξειδικευμένο Ενδοκρινολόγο, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται μια εξατομικευμένη αντιμετώπιση κάθε παραμέτρου αυτής της κλινικής κατάστασης , την αξιολόγηση κλιμακτηριακών συμπτωμάτων, του τρόπου ζωής και διατροφής, άλλων κλινικών καταστάσεων, χορήγησης ή όχι ορμονικής υποκατάστασης, με μοναδικό στόχο την ευημερία της γυναίκας στο δεύτερο μισό της ζωής της.