Οι θυρεοειδικές παθήσεις κατά τη διάρκεια της κύησης είναι πολύ συχνές και επηρεάζουν το 4% των κυήσεων.
Κλειδί για τη σωστή λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα κατά την κύηση είναι η αλλαγή στην ομοιοστασία του Ιωδίου, δηλαδή αυξάνονται οι ανάγκες πρόσληψης Ιωδίου καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
- Αυξημένες ανάγκες παραγωγής θυροξίνης της εγκύου
- Αυξημένη απώλεια Ιωδίου από τους νεφρούς λόγω της αύξησης της σπειραματικής διήθησης των νεφρών
- Αυξημένες ανάγκες Ιωδίου από το έμβρυο κυρίως από την 20η εβδομάδα κύησης και μετά, με αποτέλεσμα αυξημένη μετακίνηση Ιωδίου από τη μητέρα στο έμβρυο μέσω του πλακούντα
Η έλλειψη Ιωδίου μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα.
Στην έγκυο :
- Υποθυρεοειδισμό
- Βρογχοκήλη
- Αυτόματη διακοπή κυήσεως
Στο έμβρυο :
- Διαταραχές διάπλασης
- Κρετινισμό
- Υποθυρεοειδισμό
- Βρογχοκήλη
- Ενδομήτριο θάνατο
- Νευροαναπτυξιακές διαταραχές
Έχουν θεσπιστεί ειδικές τιμές αναφοράς των θυρεοειδικών ορμονών για κάθε 3μηνο της εγκυμοσύνης.
Πρέπει να γίνεται μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών σε όλες τις εγκύους με την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης.
Όλες οι έγκυες γυναίκες με θυρεοειδικά προβλήματα πρέπει να παρακολουθούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης από τον ειδικό Ενδοκρινολόγο σε συνεργασία με τον Γυναικολόγο
Συμπλήρωμα Ιωδίου μπορεί να είναι απαραίτητο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ
- ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
Με τη διαπίστωση της κύησης πρέπει να γίνεται μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών ( TSH, FT3, T4, anti – TPO ). Στην περίπτωση υποκλινικού υποθυρεοειδισμού με θετικά αντισώματα ή αμιγώς υποθυρεοειδισμού είναι απαραίτητη η έναρξη θεραπείας με λεβοθυροξίνη για τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου.
Στην περίπτωση γνωστού υποθυρεοειδισμού, με την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης η ασθενής πρέπει να απευθύνεται άμεσα τον Ενδοκρινολόγο της για την αύξηση της δοσολογίας της θεραπείας κατά περίπτωση ( συνήθως 25 – 30% )και εν συνεχεία τη στενή παρακολουθηση της θυρεοειδικής λειτουργίας.
- ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
Ο υπερθυρεοειδισμός στην κύηση είναι σπάνιος, 0,1 – 1 % των κυήσεων.
Από την έναρξη της εγκυμοσύνης πρέπει να γίνεται σωστή διαφορική διάγνωση μεταξύ του παροδικού υπερθυρεοειδισμού της κύησης, και της νόσου Graves.
Ο παροδικός υπερθυρεοειδισμός της κύησης είναι μια φυσιολογική κατάσταση συνήθως υποκλινικού υπερθυρεοειδισμού, που οφείλεται στην διέγερση του θυρεοειδούς αδένα από τις πολύ υψηλές τιμές της ορμόνης της κύησης β – χοριακής γοναδοτροπίνης, και είναι έκδηλος στο α’ τρίμηνο της κύησης, ενώ υποχωρεί στους επόμενους μήνες και βέβαια δε χρειάζεται καμμία ιατρική παρέμβαση. Κάποιες φορές μπορεί να συνοδεύεται από το σύνδρομο της υπερέμεσης της κύησης ( ναυτία, έμετοι, αφυδάτωση, απώλεια βάρους) το οποίο επίσης υποχωρεί με την εξέλιξη ης κύησης.
Ο υπερθυρεοειδισμός , νόσος Graves, στην κύηση είναι μια σοβαρή και επικίνδυνη κατάσταση και χρήζει στενής παρακολούθησης και θεραπείας από τον ειδικό Ενδοκρινολόγο. Πρόκειται για μια αυτοάνοση νόσο που είτε προϋπάρχει είτε εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται με παθολογικά χαμηλή τιμή TSH και αυξημένες τιμές FT3 και FT4 , και με τη συνύπαρξη βεβαίως ειδικών αυτοαντισωμάτων.
Η χρήση των αντιθυρεοειδικών φαρμάκων είναι η θεραπεία εκλογής της νόσου Graves. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να δίδεται η μικρότερη δυνατή δόση για την θεραπεία της νόσου μιας και αυτά τα φάρμακα διαπερνούν τον πλακούντα και μπορεί να επηρεάσουν το έμβρυο.
Πριν τον τοκετό πρέπει να μετρώνται τα ειδικά αυτοαντισώματα της νόσου Graves, γιατί αν βρεθούν υψηλά προς το τέλος της κύησης θα πρέπει η ιατρική ομάδα να είναι ενήμερη ( Γυναικολόγος , Νεογνολόγος – Παιδίατρος, Μαία ) για πιθανή εμβρυική βρογχοκήλη και νεογνικό υποθυρεοειδισμό ή για πιθανό νεογνικό υπερθυρεοειδισμό , καταστάσεις που πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα αμέσως μετά τον τοκετό.
- ΟΖΟΙ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ
Κατά τη διάρκεια της κύησης οι ήδη γνωστοί όζοι του θυρεοειδούς μπορεί να μεγαλώσουν σε διαστάσεις ελαφρώς, κάτι που δεν πρέπει να προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία.
Υπέρηχος θυρεοειδούς ή /και FNA παρακέντηση ύποπτων όζων θυρεοειδούς μπορούν να διενεργηθούν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της κύησης.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος που διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της κύησης, αν και η επίδραση των ορμονών της ίδιας της κύησης ( β - χορικακή γοναδοτροπίνη, οιστρογόνα ) είναι αμελητέα στην ανάπτυξη αυτού του καρκίνου.
Το θηλώδες καρκίνωμα είναι ο πιο συχνός καρκίνος του θυρεοειδούς, ενώ το μυελοειδές καρκίνωμα είναι πολύ πιο σπάνιο και δεν είναι γνωστή η επίδραση της εγκυμοσύνης στην εξέλιξή του.
Μετά τη διάγνωση χειρουργική επέμβαση προτείνεται να γίνεται στο β’ τρίμηνο της κύησης σε περίπτωση μεγάλου πρωτοπαθούς όγκου, εκτεταμένων λεμφαδενικών μεταστάσεων ή σε όγκους που προκαλούν πιεστικά φαινόμενα σε γειτονικούς ιστούς όπως είναι η τραχεία.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις και κυρίως όταν πρόκειται για θηλώδες καρκίνωμα προτείνεται η εξαίρεση του όγκου να πραγματοποιείται μετά τον τοκετό.
Μεγάλη και ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στις κληρονομικές μορφές καρκίνου του θυρεοειδούς.
Η διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης χρήζουν ιδιαίτερους και λεπτούς χειρισμούς από τον ειδικό Ενδοκρινολόγο σε στενή συνεργασία με τον Γυναικολόγο, για την υγιή έκβαση της κύησης τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.